ρίσκο

ρίσκο
το, Ν
(ξεν. άκλ.)
1. κίνδυνος, επικίνδυνη ενέργεια
2. διακινδύνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risco].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρίσκο — το (λ. ιταλ.), κίνδυνος, επικίνδυνη ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Портокалоглу, Никос — Никос Портокалоглу World Music Day 2009 в …   Википедия

  • Risiken — Dieser Artikel wurde aufgrund inhaltlicher Mängel auf der Qualitätssicherungsseite des Portals Wirtschaft eingetragen. Du kannst helfen, indem Du die inhaltlichen Mängel beseitigst oder Dich an der Diskussion beteiligst. Ein Risiko ist die… …   Deutsch Wikipedia

  • Βεντούρα, Λίνο — (Lino Ventura, Πάρμα 1919 – Σεν Κλάουντ 1987). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ηθοποιού Λίνο Μπορίνι. Δημοφιλής σταρ του κινηματογράφου στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, ειδικεύτηκε στις περιπέτειες στις οποίες δημιουργούσε πάντα ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”